- χαριεντίζομαι
- χαριεντίστηκα, συμπεριφέρομαι με χάρη, παίζω, φλερτάρω.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
χαριεντίζομαι — χαριεντίζομαι, χαριεντίστηκα βλ. πίν. 34 … Τα ρήματα της νέας ελληνικής
χαριεντίζομαι — ΝΜΑ [χαρίεις, εντος] 1. συμπεριφέρομαι πρόσχαρα, με χάρη 2. αστειεύομαι με χάρη, λέω χαριτωμένα αστεία νεοελλ. ερωτοτροπώ, φλερτάρω … Dictionary of Greek
χαριεντιζομένων — χαριεντίζομαι to be witty pres part mp fem gen pl χαριεντίζομαι to be witty pres part mp masc/neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
χαριεντιζόμενον — χαριεντίζομαι to be witty pres part mp masc acc sg χαριεντίζομαι to be witty pres part mp neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
χαριεντίζῃ — χαριεντίζομαι to be witty pres subj mp 2nd sg χαριεντίζομαι to be witty pres ind mp 2nd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ερωτοπαίζω — χαριεντίζομαι με ερωτική διάθεση … Dictionary of Greek
κεχαριέντισται — χαριεντίζομαι to be witty perf ind mp 3rd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
χαριεντιζομένη — χαριεντίζομαι to be witty pres part mp fem nom/voc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
χαριεντιζομένην — χαριεντίζομαι to be witty pres part mp fem acc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
χαριεντιζομένου — χαριεντίζομαι to be witty pres part mp masc/neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)